- ἔγνωκα
- γιγνώσκωcome to knowperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐγνώκασι — ἐγνώκᾱσι , γιγνώσκω come to know perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγνώκασιν — ἐγνώκᾱσιν , γιγνώσκω come to know perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγνωκ' — ἔγνωκα , γιγνώσκω come to know perf ind act 1st sg ἔγνωκε , γιγνώσκω come to know perf imperat act 2nd sg ἔγνωκε , γιγνώσκω come to know perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγνωχ' — ἔγνωκα , γιγνώσκω come to know perf ind act 1st sg ἔγνωκε , γιγνώσκω come to know perf imperat act 2nd sg ἔγνωκε , γιγνώσκω come to know perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek